- ευσυνειδησία
- η1) добросовестность; 2) совестливость; сознательность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐσυνειδησία — εὐσυνειδησίᾱ , εὐσυνειδησία conscientiousness fem nom/voc/acc dual εὐσυνειδησίᾱ , εὐσυνειδησία conscientiousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσυνειδησία — η (ΑΜ εὐσυνειδησία) [ευσυνείδητος] τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα τού χαρακτήρα νεοελλ. συναίσθηση τού καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση τού καθήκοντος μσν. αρχ. ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών … Dictionary of Greek
ευσυνειδησία — η βαθιά συνείδηση των υποχρεώσεων και της ευθύνης, προσήλωση στο καθήκον: Διακρίνεται για την ευσυνειδησία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐσυνειδησίας — εὐσυνειδησίᾱς , εὐσυνειδησία conscientiousness fem acc pl εὐσυνειδησίᾱς , εὐσυνειδησία conscientiousness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυνειδησίαν — εὐσυνειδησίᾱν , εὐσυνειδησία conscientiousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσυνείδητος — η, ο (ΑΜ εὐσυνείδητος, ον) (για πράξη, εργασία κ.λπ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ευσυνειδησίας, που έχει γίνει με ευσυνειδησία, εντιμότητα και σοβαρότητα (α. «ευσυνείδητη εργασία» β. «εὐσυνείδητον πρᾱγμα») νεοελλ. εκείνος που έχει συνείδηση τών… … Dictionary of Greek
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek
εντιμότητα — η (Α ἐντιμότης) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού έντιμου, τιμιότητα, ευσυνειδησία 2. ως τιμητική προσφώνηση («η Υμετέρα Εντιμότης», «η Εντιμότητά Σας») αρχ. η υπόληψη, η αναγνώριση τής αξίας … Dictionary of Greek
ευορκία — η (ΑΜ εὐορκία) [εύορκος] η πιστή τήρηση τού όρκου νεοελλ. 1. ο αληθινός όρκος, το να λέει κάποιος την αλήθεια σε ένορκη διαβεβαίωση 2. ευσυνειδησία πληθ. αἱ εὐορκίαι οι όρκοι που δίνονται με καθαρή συνείδηση … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek